δίβολος — η, ο (Α ος, ον) νεοελλ. 1. (για αγρό) αυτός που διβολίστηκε 2. διφορούμενος αρχ. 1. διπλός 2. αυτός που έχει δύο αιχμές 3. το ουδ. ως ουσ. το δίβολον κατά τον Ησύχιο «διπλοῡν φᾱρος». [ΕΤΥΜΟΛ. < δι * + βολος < βόλος < βάλλω] … Dictionary of Greek
δίβολον — δίβολος twice thrown masc/fem acc sg δίβολος twice thrown neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διβόλους — δίβολος twice thrown masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διβολία — η (ΑΝ) [δίβολος] αρχ. 1. δίβολος χλαίνα 2. δίστομη λόγχη 3. είδος όπλου που χρησιμοποιούσαν οι Κίμβροι δόρυ όπου προσάρμοζαν αιχμή που απόληγε σε οξύ άκρο νεοελλ. μικρό έντομο … Dictionary of Greek
διβολίζω — σκάβω αγρό για δεύτερη φορά για να καταστραφούν τα ζιζάνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < (αρχ. μτγν.) διβολώ* < δίβολος*] … Dictionary of Greek
διβολίς — επίθ. (Μ) δίστομος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. ουσ. διβολίς «δίστομη λόγχη» ως επίθ. Το διβολίς είναι άλλος τ. τού δίβολος] … Dictionary of Greek
διβολώ — διβολῶ ( έω) (Α) [δίβολος] βωλοστροφώ, δευτερώνω … Dictionary of Greek
διβόλητος — και τός και τρος (Α) βωλοκόπημα, σβάρνισμα, δευτέρωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < δίβολος. Ο τ. διβόλητρος, με επίθημα τρος, δηλωτικό οργάνου] … Dictionary of Greek
διβόλιον — διβόλιον, το (Α) [δίβολος] αρχ. όπλο τών Κίμβρων, διβολία* … Dictionary of Greek
στραβοδίβολος — η, ο, Ν ιδιότροπος, δύστροπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στραβ(ο) * + δίβολος «διφορούμενος»] … Dictionary of Greek